- παρεδρία
- και ιων. τ. παρεδρίη, ἡ, ΜΑ [πάρεδρος]μσν.η διαρκής τήρηση, η συνεχής εκτέλεση («τῇ τοῡ νόμου τούτου παρεδρίᾳ», Ευστ.)αρχ.1. η παρεδρεία, η συγκαθεδρία2. η υπηρεσία («ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία»)3. η διαρκής παρουσία («ἡ φύσις μηχανᾱται πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολήν βοήθειαν τὴν τοῡ ἐναντίου παρεδρίαν». Αριστοτ.)4. η εμμονή, η επίμονη παρουσία («παρεδρίη κακοπαθείης», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.